Ο Οδυσσέας στην Ωγυγία με τα μάτια και τα χρώματα των μαθητών...
- Λεπτομέρειες
- Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 24 Οκτωβρίου 2016 20:28
ΡΑΨΩΔΙΑ ε, στίχοι 50-84
"Μίλησε ο Δίας και δεν απείθησε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς.
Αμέσως έδεσε στα πόδια του τα ωραία σαντάλια,
εκείνα τα θεσπέσια και χρυσά που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
τον ταξιδεύουν στην απέραντη στεριά και στα πελάγη.
Πήρε και το ραβδί του, αυτό που μαγνητίζει τα μάτια των ανθρώπων [...].
Με τούτο το ραβδί στα χέρια του, άρχισε να πετά ο κρατερός Αργοφονιάς,
κι ολοταχώς, απ? τον αιθέρα του ουρανού, πάνω απ? την Πιερία,
χύθηκε στο πέλαγος, το κύμα ακροπατώντας σαν τον γλάρο [...].
Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, από τον πόντο τότε βγήκε
τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Τη βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.
Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες [...].
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ? άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του."
Οι μαθητές ξεκινώντας από το ομηρικό κείμενο ζωγραφίζουν την Ωγυγία....
Μαργαρίτα Λάκκου
Κωνσταντίνα Διακουμή
Ναταλία Μαγκαφουράκη
Βασιλική Κίτσου
Κρητικός Στέφανος
Μπάτσαλη Αγγελική